- έκπτωση
- η1. κοινωνική ή ηθική μείωση, ξεπεσμός, κατάντια.2. (για ηγεμόνες, ιεράρχες, αξιωματικούς), απώλεια εξουσίας ή βαθμού, εκθρόνιση, καθαίρεση: Στο βασανιστή επιβλήθηκε έκπτωση από το βαθμό του ταγματάρχη.3. στέρηση δικαιώματος, ακύρωση σύμβασης.4. ελάττωση της τιμής εμπορεύματος ή προϊόντος, υποτίμηση, σκόντο: Μου έκανε έκπτωση 15%.5. (ναυτ.), η απόκλιση πλοίου από την κανονική του πορεία εξαιτίας πλάγιου ανέμου ή ρεύματος.6. (γραμμ.), αποσιώπηση φωνήεντος ή συμφώνου στην προφορά ορισμένων λέξεων, η συγκοπή, π.χ. μλάρ(ι) - μουλάρι, σκλι - σκυλί, ψεύτης - ψεύστης.7. (ιατρ.), απώλεια ορισμένων λειτουργιών.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.